hydatogenous
Look at other dictionaries:
hydatogenous — hy·da·tog·e·nous … English syllables
υδατογενής — ές, Ν φρ. «υδατογενή πετρώματα» (πετρογρ.) πετρώματα που σχηματίστηκαν μέσα σε συγκεντρώσεις υδάτων με καθίζηση ουσιών που αιωρούνται ή είναι διαλυμένες μέσα σ αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydatogenous (< ύδωρ, ύδατος + γενής < … Dictionary of Greek